- λάθοι
- λάθοῑ , λανθάνωescape noticeaor opt act 3rd sgλά̱θοῑ , λανθάνωescape noticepres opt act 3rd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περικατέχω — Α 1. κρατώ, κατέχω με δύναμη από όλες τις πλευρές, περικλείω, αποκλείω από παντού («περικατασχεῑν κελεύσας τὴν πόλιν, ὡς μή λάθοι διαδρὰς ὁ Ἰώσηπος», Ιώσ.) … Dictionary of Greek
όγε, ήγε, τόγε — / ὅγε, ἥγε, τόγε (Α) (η δεικτική αντωνυμία ὁ, ἡ, τό που γίνεται πιο εμφαντική με την προσθήκη τού μορίου γε και χρησιμοποιείται κυρίως για να δειχθεί και να δηλωθεί ένα πρόσωπο με πιο εκφραστικό και οριστικό τρόπο και να διακριθεί από άλλα) 1.… … Dictionary of Greek